σιρτές
(ουσ.)
σ̑ιρτές
[ʃir'tes]
Μαλακ.
Από τουρκ. ουσ. şirden = α) το τέταρτο τμήμα του στομάχου των μηρυκαστικών β) (διαλεκτ. σημ.) παχύ έντερο αιγοπροβάτων.
Το παχύ έντερο