σιρμαλού
(επίθ.)
σι̂́ρμαλού
[sɯrma'lu]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίθ. sırmalı = διακοσμημένος ή κεντημένος με ασημοκλωστή ή χρυσοκλωστή.
Xρυσοκέντητος