σίρι
(ουσ. ουδ.)
σι̂́ρι
['sɯri]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. sır = μυστικό.
Μυστικό
:
Το σι̂́ριν του πάλι κατέχουμ' τα μο 'γώ τζ̑αι τζ̑είνος τζ̑' ο Θεός
(Το μυστικό του το ξέρουμε μόνο εγώ κι εκείνος κι ο Θεός)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Παροιμ.
Μη λες το σίρι σον ντόστη σου, ’α να ’ρτει αν νταρός ’α ’εμώσει άσ̑υρο το πόστι σου
(Μη λες το μυστικό σου στον φίλο σου, θα έρθει ο καιρός που θα γεμίσει με άχυρο το τομάρι σου˙ (Δεν πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη σε κανένα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.