ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σίρι (ουσ. ουδ.) σι̂́ρι ['sɯri] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. sır = μυστικό.
Μυστικό : Το σι̂́ριν του πάλι κατέχουμ' τα μο 'γώ τζ̑αι τζ̑είνος τζ̑' ο Θεός (Το μυστικό του το ξέρουμε μόνο εγώ κι εκείνος κι ο Θεός) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Παροιμ. Μη λες το σίρι σον ντόστη σου, ’α να ’ρτει αν νταρός ’α ’εμώσει άσ̑υρο το πόστι σου (Μη λες το μυστικό σου στον φίλο σου, θα έρθει ο καιρός που θα γεμίσει με άχυρο το τομάρι σου˙ (Δεν πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη σε κανένα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.