ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιράς (ουσ. αρσ.) σ̑ιράς [ʃiˈras] Σινασσ., Τζαλ., Φάρασ. σ̑ιρα̈́ς [ʃiˈræs] Αφσάρ. σ̑ιρές [ʃiˈres] Φάρασ. σιράζ [siˈraz] Φλογ. σ̑ιρός [ʃiˈros] Μαλακ. σ̑ιρά [ʃiˈra] Ανακ. τσ̑ιρά [tʃiʹra] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. şıra (< περσ. λ. şīra) = α) μούστος β) μηλίτης οίνος, όπου και διαλεκτ. τύπ. şire (απώτ. από το αρχ. σιραῖος/σίραιον = νέο κρασί).
1. Μούστος ό.π.τ. Συνών. μούστος
2. Γούρνα όπου συγκεντρωνόταν ο μούστος Συνών. απολήνι, γουβί, λέγκιουρι, Πβ. ληνός