σιράς
(ουσ. αρσ.)
σ̑ιράς
[ʃiˈras]
Σινασσ., Τζαλ., Φάρασ.
σ̑ιρα̈́ς
[ʃiˈræs]
Αφσάρ.
σ̑ιρές
[ʃiˈres]
Φάρασ.
σιράζ
[siˈraz]
Φλογ.
σ̑ιρός
[ʃiˈros]
Μαλακ.
σ̑ιρά
[ʃiˈra]
Ανακ.
τσ̑ιρά
[tʃiʹra]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. şıra (< περσ. λ. şīra) = α) μούστος β) μηλίτης οίνος, όπου και διαλεκτ. τύπ. şire (απώτ. από το αρχ. σιραῖος/σίραιον = νέο κρασί).