σίντιλικ
(επίρρ.)
σ̑ίντιλικ
['ʃindilik]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίρρ. şimdilik = τώρα. Πβ. και τουρκ. επίρρ. şimdi = τώρα, όπου και διαλεκτ. τύπ. şindi.
Επί του παρόντος