σιντραμάδε
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
Πληθ.
σιντραμάδε
[sindraˈmaðe]
Φάρασ.
Αγν. ετύμ. Πιθ. από το πρόθ. συν- και το διαλεκτ. ουσ. τρέμα (Θράκη ε. Ελλ.) = τρέμουσα, δηλ. κόσμημα που στολίζουν τις νύφες ή κέντημα με φλουριά που στολίζουν το μαντήλι της κεφαλής. Πβ. Ποντ. τρεμούτσες.
Φλουριά που στολίζουν το λαιμό