σινετζέ
(επίθ.)
σινετζέ
[sineˈdze]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. sinecen = α) απατεώνας β) ως επίθ., πονηρός, όπου και τύπ. sinece.
Πονηρός