σινάφι
(ουσ. ουδ.)
εσνάφ'
[esˈnaf]
Σινασσ.
σινάφ'
[siˈnaf]
Μισθ.
Από το νεότ. ἐσνάφι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. esnaf = α) καταστηματάρχης β) μικροέμπορος γ) συντεχνία.
Σινάφι, σόι
:
|| Φρ.
Γαμώ το σινάφι του
(Γαμώ το σόι του˙ Βρισιά)
Μισθ.
-Κοτσαν.