ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σινάφι (ουσ. ουδ.) εσνάφ' [esˈnaf] Σινασσ. σινάφ' [siˈnaf] Μισθ. Από το νεότ. ἐσνάφι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. esnaf = α) καταστηματάρχης β) μικροέμπορος γ) συντεχνία.
Σινάφι, σόι : || Φρ. Γαμώ το σινάφι του (Γαμώ το σόι του˙ Βρισιά) Μισθ. -Κοτσαν.