σινγκιρντἀχι
(ουσ. ουδ.)
σ̑ι̂νgι̂ρντάχ̇ι
[ʃɯngɯrˈdaxι]
Αραβαν.
Από το τουρκ. çıngırdak/çıngırak = κουδουνάκι, όπου και διαλεκτ. τύπ. şıngırdak.
Κουδουνάκι
Αραβαν.
:
|| Παροιμ.
Γιαυτός του τα σ̑ι̂νgι̂ρντάχ̇ια τ’ ντεν ντ’ ακούγ’
(ο ίδιος τα κουδουνάκια του δεν τ’ ακούει˙ για όποιον αδιαφορεί για ό,τι λέει οι άλλοι εναντίον του)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.