ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σινγκιρντἀχι (ουσ. ουδ.) σ̑ι̂νgι̂ρντάχ̇ι [ʃɯngɯrˈdaxι] Αραβαν. Από το τουρκ. çıngırdak/çıngırak = κουδουνάκι, όπου και διαλεκτ. τύπ. şıngırdak.
Κουδουνάκι Αραβαν. : || Παροιμ. Γιαυτός του τα σ̑ι̂νgι̂ρντάχ̇ια τ’ ντεν ντ’ ακούγ’ (ο ίδιος τα κουδουνάκια του δεν τ’ ακούει˙ για όποιον αδιαφορεί για ό,τι λέει οι άλλοι εναντίον του) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.