σινί
(ουσ. ουδ.)
σινί
[siˈni]
Ανακ., Αραβαν., Αραβ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ., Φάρασ., Φλογ.
σ̑ινί
[ʃiˈni]
Μισθ., Φλογ.
Από το νεότ. ουσ. σινί = μεγάλο χάλκινο ταψί, το οπ. από το τουρκ. ουσ. sini = μεγάλο χάλκινο ταψί (< περσ. sīnī), ως πιθ. αντιδάν. από το μεταγν. ουσ. σινίον.
1. Δίσκος κουζίνας
Ποτάμ., Σινασσ., Φλογ.
2. Μεγάλο ταψί
ό.π.τ.
:
Ηύρεν, έψεν, κόνωσε ένα σινί γεμέκ
(Έφερε, έψησε, άδειασε ένα ταψί φαΐ)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361