ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σινί (ουσ. ουδ.) σινί [siˈni] Ανακ., Αραβαν., Αραβ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ., Φάρασ., Φλογ. σ̑ινί [ʃiˈni] Μισθ., Φλογ. Από το νεότ. ουσ. σινί = μεγάλο χάλκινο ταψί, το οπ. από το τουρκ. ουσ. sini = μεγάλο χάλκινο ταψί (< περσ. sīnī), ως πιθ. αντιδάν. από το μεταγν. ουσ. σινίον.
1. Δίσκος κουζίνας Ποτάμ., Σινασσ., Φλογ.
2. Μεγάλο ταψί ό.π.τ. : Ηύρεν, έψεν, κόνωσε ένα σινί γεμέκ (Έφερε, έψησε, άδειασε ένα ταψί φαΐ) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361