ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιμσίρι (ουσ. ουδ.) σ̑ιμσ̑ίρι [ʃimˈʃiri] Ανακ., Μισθ., Φάρασ. Πληθ. σ̑ιμσ̑ίρια [ʃimˈʃirʝa] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. şimşir = α) πυξάρι (Buxus sempervivens) β) η ξυλεία του πυξαριού γ) ως επίθ., φτιαγμένος από πυξάρι. Πβ. και την διαλεκτ. ν.ε. ονομασία του φυτού τσιμισίρι ή τσαμσίρι. Για την σημ. 2 πβ. την τουρκ. φρ. şimşir kaşık = κουτάλι φτιαγμένο από πυξάρι.
1. Το θαμνοειδές φυτό πύξος η αειθαλής (Buxus sempervivens), κοινώς πυξάρι. Μισθ., Φάρασ.
2. Ξύλινο κουτάλι με σκαλιστή λαβή. Ανακ., Αξ. Πβ. γκουτζίκα