σιμσίρι
(ουσ. ουδ.)
σ̑ιμσ̑ίρι
[ʃimˈʃiri]
Ανακ., Μισθ., Φάρασ.
Πληθ.
σ̑ιμσ̑ίρια
[ʃimˈʃirʝa]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. şimşir = α) πυξάρι (Buxus sempervivens) β) η ξυλεία του πυξαριού γ) ως επίθ., φτιαγμένος από πυξάρι. Πβ. και την διαλεκτ. ν.ε. ονομασία του φυτού τσιμισίρι ή τσαμσίρι. Για την σημ. 2 πβ. την τουρκ. φρ. şimşir kaşık = κουτάλι φτιαγμένο από πυξάρι.
1. Το θαμνοειδές φυτό πύξος η αειθαλής (Buxus sempervivens), κοινώς πυξάρι.
Μισθ., Φάρασ.