γκουτζίκα
(ουσ.)
γκουdζίκα
[guˈdzika]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. kaşık = κουτάλι (< παλαιότ. τουρκ. kaşuk), όπου και διαλεκτ. τύπ. koşuk.
Ξύλινο κουτάλι με μισοσπασμένο χερούλι
Πβ.
σιμσίρι