ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκούτζπελα (επίρρ.) κούτζ̑πελα [ˈkudʒpela] Φάρασ. γκουτζουμελέ [gutzumeˈle] Σινασσ. γκϋτζ̑ϋλα̈́μ [ɟyʤyˈlæm] Μισθ. κούτσ̑ελεν [ˈkutʃelen] Φάρασ. κούτζ̑ιλα [ˈkudʒila] Φάρασ. κουτσούμ [kuˈtsum] Σινασσ. Από την τουρκ. φρ. güç bela = με μεγάλη δυσκολία, όπου και διαλεκτ. τύπ. köç bilän, gücele, gücüle, gücülen, gücüleyin, gücün (βλ. THADS, λ. gücüle II). Πβ. τον ήδη νεότ. τύπ. γκιούτσιλε (Mackridge 2021: 72), και Βυζ. Βαβυλων. 68 «τοῦτο τζεγκέλια τέλει νὰ τραβούνε δέκα ἀντρῶποι καὶ γκιούτζ μπελά νὰ βγάνουνε».
Μετά βίας, με το ζόρι ό.π.τ. : Το έναν το βάρτι ήνοιξε, τ' άβου χ' ανοίξει, τ' άβου πιλί κόμη κούτζ̑πελα τομουρτζ̑ουχλάνσε (Το ένα τριαντάφυλλο άνοιξε, το άλλο θ' ανοίξει, το τρίτο ακόμα μόλις που μπουμπούκιασε) Φάρασ. -Dawk.Boy 'πέμειναν θεχούς τόπας τζ̑αι σπίτι, τζ̑αι κούτζ̑ιλα γκετσ̑ινdάνκαν (Έμειναν χωρίς χωράφι και χωρίς σπίτι και με το ζόρι τα έβγαζαν πέρα) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Γι' απός κούτζ̑ιλα γλύτωσε 'σ' τα σ̑έρε του (Αλλά η αλεπού μόλις που γλύτωσε από τα χέρια του) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Σήμερο τα πιτόβραδα κούτζ̑ιλα ξείλτσαμ' σο Αφσ̑άρι (Σήμερα το βράδυ με το ζόρι φτάσαμε στο Αφσάρι) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. Συνών. ζορ-ζορουνά