γλέντημα
(ουσ. ουδ.)
εγιλένdημα
[eʝiˈlendima]
Μαλακ.
Από το ρ. γλεντώ, όπου και τύπ. αορ. εγιλένd'σα, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.