γλυκά
(επίρρ.)
γλυκά
[ɣliˈka]
Σίλ., Σινασσ.
γλυκιά
[ɣliˈca]
Γούρδ.
γλυτσ̑α̈́
[ɣliˈtsæ]
Φάρασ.
Από το μεσν. επίρρ. γλυκά (στην σημ. 1), από το επίθ. γλυκύς και το παραγ. επίθμ. -ά. Ο τύπ. γλυκιά μεσν., από το γλυκέα, πληθ. ουδ. του επιθ. γλυκύς (με συνίζ.).
1. Με ευχαρίστηση, με ευχάριστο τρόπο
Γούρδ., Σινασσ., Φάρασ.
:
Και ποτέ σύdυχαν αβούτζα γλυκά γλυκά, πέρασεν η ώρα, βράδυνε και δεν τό 'νιωσαν
(Και καθώς συζητούσαν έτσι όμορφα όμορφα, πέρασε η ώρα, νύχτωσε και δεν το κατάλαβαν)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Παροιμ.
Γλυτσ̑α̈́ γλυτσ̑α̈́ έφαες τα, στυφα̈́ στυφα̈́ 'άν’dα 'νεβολιστείς
(Γλυκά γλυκά τα έφαγες, στυφά στυφά θα τα ξεράσεις˙ είναι καλύτερα να τα βολεύεις ανάλογα με τις οικονομικές σου δυνατότητες παρά να παίρνεις δανεικά και μετά να σου βγαίνει ξινό)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
αϊνάς :2, χαβασλούδια
2. Ψευδά
Σίλ.
:
Νιούγου γλυκά καλανdζ̑εύει
(Μιλά λίγο ψευδά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.