ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γλυκαίνω (ρ.) γλυκαίνω [ɣliˈceno] Σινασσ. γλυτσ̑αίνω [ɣliˈtʃeno] Φάρασ. γυλτσαίνω [ɣilˈtseno] Μισθ. γλυκιανίσκου [ɣlicaˈnisku] Σίλ. γι̂λκιανίσ̑κω [ɣɯlcaˈniʃko] Αξ. γλυτσ̑αινέσκω [ɣlitʃeneˈsko] Φάρασ. Αόρ. γι̂λκιάνα [ɣɯlˈcana] Αξ. Παθ. Αόρ. γλυκάθα [ɣliˈkaθa] Φάρασ. Από το αρχ. ρ. γλυκαίνω. Οι τύποι με γυλ- και γ̇υλ- με μετάθ. του [l]. Οι τύπ. με -ίσκ- με βάση το θ. του αορ. και το επίθμ. -ίσκω, ενώ το γλυτσ̑αινέσκω σχηματίστηκε με βάση το μη συνοπτ. θ. γλυτσ̑αιν-.
1. Κάνω κάτι γλυκό ό.π.τ. : Να φτένεις μέλι τσ̑αι του γιαρού να γλυτσ̑αινέσκει τα ισάνε τσ̑αι του γιαρού ν'τα σ̑αφτίζει (Να φτιάχνεις μέλι και το μισο να γλυκαίνει τους ανθρώπους και το άλλο μισό να τους φωτίζει) Φάρασ. -Αναστασ. Να σείσει τιζ νόμοι, να κρεμιστούν λαΐκκα τούτ͑ε, να γλυτσ̑αίνουν οι γραίδες τα στόματά τουν (Να κουνήσει τα κλαδιά, να πέσουν λίγα μούρα, για να γλυκάνουν τα στόματά τους οι γριές) Φάρασ. -Ζουρνατζ.
2. Γίνομαι γλυκός ό.π.τ. : Σταφύλια ρε γλυκιανίσκουσ̑ι (Τα σταφύλια δεν γλυκαίνουν) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. γλυκιάζω
3. Μτφ., για καιρό, βελτιώνομαι, γίνομαι ηπιότερος Φάρασ. : Τα σ̑όνε τσ̑αι τα κρύα απιδέ 'στέρου γλυτσ̑αινέσκουν (Τα χιόνια και τα κρύα από δω και πέρα γλυκαίνουν) Φάρασ. -Ζουρνατζ. Συνών. ανοίγω :5, καλοσυνεύω