Σιλλελής
(ουσ.)
Σίλλελ̑ης
[ʹsileʎis]
Σίλ.
Σιλλελού
[sileˈlu]
Σίλ.
Θηλ.
Σιλλελούσα
[sileˈlusa]
Σίλ.
Σιλλέλισσα
[siʹlelisa]
Σίλ.
Aπό την τουρκ. ονομασία Σιλέ της Σίλλης και το παραγωγ. επίθμ. -λής.
Καταγόμενος από την Σίλλη
:
Σιλλελού μου είσου και τσίνος κόρη είσου;
(Είσαι λοιπόν Σιλλιώτισσα, και τίνος κόρη είσαι;)
Σίλ.
-Συλλ.
'ενήκατε σαράντα Σιλλελούσες κι γυό καλατζά ρε πουρίσιτι να ποίσ'τι
(Μαζευτήκατε σαράντα Σιλλιώτισσες, και δυό κουβέντες σιλλιώτικες δεν μπορέσατε να πείτε)
Σίλ.
-Καρίπ.
-Από τ' είσο; -Σίλλελης 'μο
(-Από πού είσαι; -Είμαι Σιλλιώτης)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ3