ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

Σιλλελής (ουσ.) Σιλλελ̑ής [sileˈʎis] Σίλ. Σιλλελού [sileˈlu] Σίλ. Θηλ. Σιλλελούσα [sileˈlusa] Σίλ. Aπό την τουρκ. ονομασία Σιλέ της Σίλλης και το παραγωγ. επίθμ. -λής.
Καταγόμενος από την Σίλλη : Σιλλελού μου είσου και τσίνος κόρη είσου; (Είσαι λοιπόν Σιλλιώτισσα, και τίνος κόρη είσαι;) Σίλ. -Συλλ. 'ενήκατε σαράντα Σιλλελούσες κι γυό καλατζά ρε πουρίσιτι να ποίσ'τι (Μαζευτήκατε σαράντα Σιλλιώτισσες, και δυό κουβέντες σιλλιώτικες δεν μπορέσατε να πείτε) Σίλ. -Καρίπ.