σιλαχλίχι
(ουσ. ουδ.)
σιλαχλίχι
[silaxˈliçi]
Φάρασ.
σιλαχλίκ'
[silaxˈlik]
Μισθ.
σιλαχλίχ'
[silaxˈlix]
Αξ.
σιλαχλούχ'
[silaxˈlux]
Τσαρικ.
Aπό το τουρκ. ουσ. silahlık = ζώνη όπου είναι περασμένο το όπλο.
1. Πέτσινη θήκη για μικροπράγματα, η οπ. αναρτάται στο ζωνάρι
Αξ., Μισθ., Τσαρικ.
2. Όπλο
Φάρασ.