ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιλαχλίχι (ουσ. ουδ.) σιλαχλίχι [silaxˈliçi] Φάρασ. σιλαχλίκ' [silaxˈlik] Μισθ. σιλαχλίχ' [silaxˈlix] Αξ. σιλαχλούχ' [silaxˈlux] Τσαρικ. Aπό το τουρκ. ουσ. silahlık = ζώνη όπου είναι περασμένο το όπλο.
1. Πέτσινη θήκη που τοποθετούν πάνω σε μάλλινο ζωνάρι που φορούν στη μέση όπου έβαζαν μικροπράγματα (π.χ. χτένι, ταμπακιέρα, μαχαίρι) Αξ., Μισθ., Τσαρικ.
2. Όπλο Φάρασ.