ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιλντίζω Αόρ. σίλ’σε [ˈsilse] Ουλαγ. Νεότ. ρ. σιλντίζω (Mackridge 2021: 51), το οπ. από το τουρ. ρ. silmek = σκουπίζω, καθαρίζω.
Σκουπίζω, καθαρίζω Ουλαγ. : Ντο κορίσ̑’ έβγη, σίλ’σε, σϋπΰρ'σε (Το κορίτσι βγήκε, καθάρισε, σκούπισε) Ουλαγ. -Dawk. Συνών. σουπουρντίζω :1, φροκαλώ