σιμσίρι ( ουσ. ουδ.
)
σ̑ιμσ̑ίρι
[ʃimˈʃiri]
Ανακ., Μισθ., Φάρασ.
Πληθ.
σ̑ιμσ̑ίρια
[ʃimˈʃirʝa]
Αξ.
...
σιναντίζω
(ρ.)
σι̂ναdίζω
[sɯnaˈdɯzo]
Αξ.
σι̂νατίζω
[sinaˈtizo]
Μαλακ., Φάρασ.
σινατίζου
[sinaˈtizu]
Φάρασ.
σ'ναΐζου
[sna'izu]
Μισθ.
σι̂νατώ
[sɯnaˈto]
Φάρασ., Φλογ.
σινατώου
[sinaˈtou]
Φάρασ.
σινάτ’σα
[siˈnatsa]
Μαλακ., Φάρασ.
Από τον αόρ. sınadı του τουρκ. ρ. sınamak = δοκιμάζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. sinamak.
Δοκιμάζω, ελέγχω να δω πώς θα συμπεριφερθεί κάποιος
ό.π.τ.
:
Να σιναdίσ̑’ το νικόπολο, α γιούμ’ τ͑ίχαλ να ηυρηχεί
(να δοκιμάσουμε τη γυναικούλα να δούμε πώς θα βρεθεί, δηλ. θα συμπεριφερθεί)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ανgναΐζουν ντο και το ήχ̑τον χεγός και σινάτ'ζεν ντα
(κατάλαβαν ότι ήταν ο Θεός και τους δοκίμαζε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σ'νάδα δου λίου να ρανήσουμ'τι σ̑άν'
(παρακολούθησε τον λίγο να δούμε τι κάνει)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Eγώ ήρτα να σι̂νατίσω το ζαμίρι σ' και δαρά ότι άνθρωπος είσαι έμαθά σε
(Εγώ ήρθα να δοκιμάσω τον χαρακτήρα σου και τώρα σε έμαθα ότι είσαι άνθρωπος)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361