ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιναντίζω (ρ.) σι̂ναdίζω [sɯnaˈdɯzo] Αξ. σι̂νατίζω [sinaˈtizo] Μαλακ., Φάρασ. σινατίζου [sinaˈtizu] Φάρασ. σ'ναΐζου [sna'izu] Μισθ. σι̂νατώ [sɯnaˈto] Φάρασ., Φλογ. σινατώου [sinaˈtou] Φάρασ. σινάτ’σα [siˈnatsa] Μαλακ., Φάρασ. Από τον αόρ. sınadı του τουρκ. ρ. sınamak = δοκιμάζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. sinamak.
Δοκιμάζω, ελέγχω να δω πώς θα συμπεριφερθεί κάποιος ό.π.τ. : Να σιναdίσ̑’ το νικόπολο, α γιούμ’ τ͑ίχαλ να ηυρηχεί (να δοκιμάσουμε τη γυναικούλα να δούμε πώς θα βρεθεί, δηλ. θα συμπεριφερθεί) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ανgναΐζουν ντο και το ήχ̑τον χεγός και σινάτ'ζεν ντα (κατάλαβαν ότι ήταν ο Θεός και τους δοκίμαζε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σ'νάδα δου λίου να ρανήσουμ'τι σ̑άν' (παρακολούθησε τον λίγο να δούμε τι κάνει) Μισθ. -Κοτσαν. Eγώ ήρτα να σι̂νατίσω το ζαμίρι σ' και δαρά ότι άνθρωπος είσαι έμαθά σε (Εγώ ήρθα να δοκιμάσω τον χαρακτήρα σου και τώρα σε έμαθα ότι είσαι άνθρωπος) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361