σιμσίρι ( ουσ. ουδ.
)
σ̑ιμσ̑ίρι
[ʃimˈʃiri]
Ανακ., Μισθ., Φάρασ.
Πληθ.
σ̑ιμσ̑ίρια
[ʃimˈʃirʝa]
Αξ.
...
σιν
(ουσ. ουδ.)
σιν
[sin]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. sin = ηλικία.
Ηλικία, χρόνος
Τροποποιήθηκε: 25/06/2025