σινέκι
(ουσ. ουδ.)
σινέκ'
[siˈnek]
Αξ.
Πληθ.
τσινέκια
[tsiˈneca]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. sinek = α) μύγα β) κουνούπι.
Κουνούπι
Συνών.
κανάρι :1, μπιγελέκος, τσιμούρι
Τροποποιήθηκε: 09/06/2025