σιραλατίζω
(ρ.)
σιραλατίζω
[siralaˈtizo]
Μαλακ.
σεραλαΐζου
[seralaˈizu]
Μισθ.
Από τον αόρ. sıraladı του τουρκ. ρ. sıralamak = αραδιάζω, βάζω σε σειρά.
Βάζω στη σειρά
ό.π.τ.
:
Σεραλαϊζου ντου γίσα
(το βάζω στην ευθεία του)
Μισθ.
-Κοτσαν.