ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πορσούχος (ουσ. αρσ.) π͑ορσούχος [pʰoˈrsuxos] Αφσάρ. πορσούχους [poˈrsuxus] Φάρασ. π͑ορτ͑σούχους [pʰorˈtʰsuxus] Αφσάρ. πουρτσ̑ούχος [purˈτʃuxos] Σινασσ. π͑ουρτ͑σούχους [pʰorˈtʰsuxus] Φάρασ. Ουδ. πουρτσ̑ούκι [purˈtʃuc] Φάρασ. π͑ορσούκ [pʰoˈrsuk] Μισθ. πορτσούχι [porˈtsuçi] Φάρασ. μπορσούχ' [boˈrsux] Μισθ. πορσούχ' [porsux] Τσαρικ. Από το τουρκ. ουσ. porsuk =ασβός, όπου και διαλεκτ. τύπ. porsuh και borsuk (Eren 1999: λ. porsuk).
1. Ασβός ό.π.τ. : Σα τρυπία μουώνκανε τζαι πουρτσούχοι (Στις τρύπες του εδάφους χώνονταν και ασβοί) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ345Β Συνών. σιρτλάγκος
2. Πέος Φάρασ. : Έβγκανε σερνιτσ̑οί. Eίχανε πουρτσ̑ούκα (Βγήκανε αρσενικοί. Είχαν ανδρικά γεννητικά όργανα) Φάρασ. -Dawk. Συνών. βιλλί