πορσούχος
(ουσ. αρσ.)
π͑ορσούχος
[pʰoˈrsuxos]
Αφσάρ.
πορσούχους
[poˈrsuxus]
Φάρασ.
π͑ορτ͑σούχους
[pʰorˈtʰsuxus]
Αφσάρ.
πουρτσ̑ούχος
[purˈτʃuxos]
Σινασσ.
π͑ουρτ͑σούχους
[pʰorˈtʰsuxus]
Φάρασ.
Ουδ.
πουρτσ̑ούκι
[purˈtʃuc]
Φάρασ.
π͑ορσούκ
[pʰoˈrsuk]
Μισθ.
πορτσούχι
[porˈtsuçi]
Φάρασ.
μπορσούχ'
[boˈrsux]
Μισθ.
πορσούχ'
[porsux]
Τσαρικ.
Από το τουρκ. ουσ. porsuk =ασβός, όπου και διαλεκτ. τύπ. porsuh και borsuk (Eren 1999: λ. porsuk).
1. Ασβός
ό.π.τ.
:
Σα τρυπία μουώνκανε τζαι πουρτσούχοι
(Στις τρύπες του εδάφους χώνονταν και ασβοί)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ345Β
Συνών.
σιρτλάγκος
2. Πέος
Φάρασ.
:
Έβγκανε σερνιτσ̑οί. Eίχανε πουρτσ̑ούκα
(Βγήκανε αρσενικοί. Είχαν ανδρικά γεννητικά όργανα)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
βιλλί