πορτιέω
(ρ.)
π͑ορτι-έω
[pʰortiˈeo]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. διαλεκτ. ρ. portmak - pο̈rtmek = ξεφεύγω, το σκάω.
Ξεπετιέμαι, ξεπηδώ