ποτάμι
(ουσ. ουδ.)
ποτάμιν
[poˈtamin]
Φάρασ.
ποτάμι
[poˈtami]
Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ.
ποτάμ'
[poˈtam]
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ποτάμ.
Από το μεταγν. ουσ. ποτάμιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. ποταμός.
1. Ποτάμι
ό.π.τ.
:
Γαμbρός έπεσε σο ποτάμ'
(Ο γαμπρός έπεσε στο ποτάμι)
Ποτάμ.
-Dawk.
Τρέχιξιν ντ΄ όιμα τ΄ 'αν ντου ποτάμ'
(Έτρεχε το αίμα του σαν το ποτάμι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
ποταμού θάλα
(ποταμίσιες πέτρες)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
Δώτσ̑εν ντα σο τσ̑ουφάλιν ντου, κρέμσιν ντα σο ποτάμι
(Τον χτύπησε στο κεφάλι του, τον γκρέμισε στο ποτάμι)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Τζ̑ό bόρκε να μπεί σο ποτάμι
(Δεν μπορούσε να μπει στο ποτάμι)
Φάρασ.
-Dawk.
'νοιγην το ποτάμι, δέβη η νύφη γνένdα
(Άνοιξε στα δύο το ποτάμι, πέρασε η νύφη απέναντι)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Γέναν πνευμονία, χάαν, έσ̑υράν τα σου ποτάμ'
(Έπαθαν πνευμονία, πέθαναν, τα έρριξαν στο ποτάμι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Σιγανό ποτάμι
(Σιγανό ποτάμι˙ Ύπουλος άνθρωπος)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Ασμ.
Χιτάτε να υπάμεν στο ποτάμι, να φέρομεν νερό να πιούμεν
(Χιτάτε να υπάμεν στο ποτάμι, να φέρομεν νερό να πιούμεν
(κάλαντα)) Φάρασ. -Lag.
(κάλαντα)) Φάρασ. -Lag.
β.
Η λ. και ως τοπων. κατά πληθ.
Καππ.
2. Ρυάκι
Αραβαν.