ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ποτάμι (ουσ. ουδ.) ποτάμιν [poˈtamin] Φάρασ. ποτάμι [poˈtami] Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ. ποτάμ' [poˈtam] Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ποτάμ. Από το μεταγν. ουσ. ποτάμιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. ποταμός.
1. Ποτάμι ό.π.τ. : Γαμbρός έπεσε σο ποτάμ' (Ο γαμπρός έπεσε στο ποτάμι) Ποτάμ. -Dawk. Τρέχιξιν ντ΄ όιμα τ΄ 'αν ντου ποτάμ' (Έτρεχε το αίμα του σαν το ποτάμι) Μισθ. -Κοτσαν. ποταμού θάλα (ποταμίσιες πέτρες) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ. Δώτσ̑εν ντα σο τσ̑ουφάλιν ντου, κρέμσιν ντα σο ποτάμι (Τον χτύπησε στο κεφάλι του, τον γκρέμισε στο ποτάμι) Φάρασ. -Παπαδ. Τζ̑ό bόρκε να μπεί σο ποτάμι (Δεν μπορούσε να μπει στο ποτάμι) Φάρασ. -Dawk. 'νοιγην το ποτάμι, δέβη η νύφη γνένdα (Άνοιξε στα δύο το ποτάμι, πέρασε η νύφη απέναντι) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Γέναν πνευμονία, χάαν, έσ̑υράν τα σου ποτάμ' (Έπαθαν πνευμονία, πέθαναν, τα έρριξαν στο ποτάμι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Σιγανό ποτάμι (Σιγανό ποτάμι˙ Ύπουλος άνθρωπος) Σινασσ. -Αρχέλ. || Ασμ. Χιτάτε να υπάμεν στο ποτάμι, να φέρομεν νερό να πιούμεν (Χιτάτε να υπάμεν στο ποτάμι, να φέρομεν νερό να πιούμεν
(κάλαντα))
Φάρασ. -Lag.
β. Η λ. και ως τοπων. κατά πληθ. Καππ.
2. Ρυάκι Αραβαν.