πότε (II)
(επίρρ.)
πότε
[ˈpote]
Καππ.
πότι
[ˈpoti]
Μισθ., Φάρασ.
πότ'
[pot]
Μισθ.
Αρχ. ερωτηματ. επίρρ. πότε.
Ερωτηματικό επίρρημα, πότε
Καππ.
:
Πότε να υπάμ';
(Πότε θα πάμε;)
Ανακ.
-Φωστ.-Κεσ.
Γκιοζλαϊζου πότ' να έρτου κουνdά σ’
(Ανυπομονώ πότε να έρθω κοντά σου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Το Τίλ' ξέρου ντο τσ' ιγώ πότε πήαν
(Στη Δίλα ξέρω κι εγώ πότε πήγαν)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ατό πότ' μεγάλωσι τσόλα, πόσο 'νι;
(Αυτό πότε μεγάλωσε κιόλας, πόσο είναι;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ιτό έμα'ι πιό πολλά απ' εμάς· πότι ήρτες κι ούλα έμα'ις τα;
(Αυτός έμαθε πιο πολλά από εμάς· πότε ήρθες και όλα τα έμαθες;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.