ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πότε (II) (επίρρ.) πότε [ˈpote] Καππ. πότι [ˈpoti] Μισθ., Φάρασ. πότ' [pot] Μισθ. Αρχ. ερωτηματ. επίρρ. πότε.
Ερωτηματικό επίρρημα, πότε Καππ. : Πότε να υπάμ'; (Πότε θα πάμε;) Ανακ. -Φωστ.-Κεσ. Γκιοζλαϊζου πότ' να έρτου κουνdά σ’ (Ανυπομονώ πότε να έρθω κοντά σου) Μισθ. -Κοτσαν. Το Τίλ' ξέρου ντο τσ' ιγώ πότε πήαν (Στη Δίλα ξέρω κι εγώ πότε πήγαν) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ατό πότ' μεγάλωσι τσόλα, πόσο 'νι; (Αυτό πότε μεγάλωσε κιόλας, πόσο είναι;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ιτό έμα'ι πιό πολλά απ' εμάς· πότι ήρτες κι ούλα έμα'ις τα; (Αυτός έμαθε πιο πολλά από εμάς· πότε ήρθες και όλα τα έμαθες;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.