καυκί
(ουσ. ουδ.)
καυκί
[kafˈci]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Τζαλ., Φλογ.
Aπό το μεταγν. ουσ. καυκίον. Ο τύπ. καυκί μεσν.
1. Πήλινη ή ξύλινη κούπα, κύπελλο
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Της αγάπης το καυκί
(Το ποτήρι της αγάπης˙ κρασί που πίνεται από τους νυμφευόμενους κατά την τελετή του γάμου)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Ασμ.
Ας πιούμε καυκί κι ας φάμε παξιμάδι.
Γιώμωνε καυκί, τον άγουρο το δίνει (Ας πιούμε μιά κούπα, κι ας φάμε παξιμάδι.
Γέμιζε την κούπα, στον άγουρο την δίνει) Σινασσ. -Παχτ.
Γιώμωνε καυκί, τον άγουρο το δίνει (Ας πιούμε μιά κούπα, κι ας φάμε παξιμάδι.
Γέμιζε την κούπα, στον άγουρο την δίνει) Σινασσ. -Παχτ.
2. Το ποτό ούζο
Φλογ.