ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καυκί (ουσ. ουδ.) καυκί [kafˈci] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Τζαλ., Φλογ. Aπό το μεταγν. ουσ. καυκίον. Ο τύπ. καυκί μεσν.
1. Πήλινη ή ξύλινη κούπα, κύπελλο ό.π.τ. : || Φρ. Της αγάπης το καυκί (Το ποτήρι της αγάπης˙ κρασί που πίνεται από τους νυμφευόμενους κατά την τελετή του γάμου) Σινασσ. -Αρχέλ. || Ασμ. Ας πιούμε καυκί κι ας φάμε παξιμάδι.
Γιώμωνε καυκί, τον άγουρο το δίνει
(Ας πιούμε μιά κούπα, κι ας φάμε παξιμάδι.
Γέμιζε την κούπα, στον άγουρο την δίνει)
Σινασσ. -Παχτ.
2. Το ποτό ούζο Φλογ.