μπαχτουρντίζω
(ρ.)
παχτουρντίζω
[paxturˈdizo]
Αφσάρ.
παχτουρντάω
[paxturˈdao]
Φάρασ.
Αόρ.
μπαχτούρσα
[baˈxtursa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. baktırmak = βάζω κάποιον να με δει, να με εξετάσει. Πβ. τουρκ. ρ. bakmak = βλέπω, όπου και διαλεκτ. τύπ. bahmak.