ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπαχτουρντίζω (ρ.) παχτουρντίζω [paxturˈdizo] Αφσάρ. παχτουρντάω [paxturˈdao] Φάρασ. Αόρ. μπαχτούρσα [baˈxtursa] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. baktırmak = βάζω κάποιον να με δει, να με εξετάσει. Πβ. τουρκ. ρ. bakmak = βλέπω, όπου και διαλεκτ. τύπ. bahmak.
Εξετάζομαι (από γιατρό) ό.π.τ. Συνών. δείχνω :4