μπεζερντίζω
(ρ.)
μπεζερντίζου
[bezerʹdizu]
Μισθ.
Αόρ.
μπεζέρ'σα
[beʹzersa]
Δίλ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. bezermek = πλαντάζω, σκάω (Caferoğlu 1944: 221). Mε τύπ. μπεζερίζω η λ. ήδη νεότ. (Λεξ. Βάιγ., Μαckridge 2021: 40), και σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. Βλ. και ΛΚΝ, Δημητρ.
Βαριέμαι, απαυδώ
ό.π.τ.
:
Μπεζέρ’σαμ' ασ’ σον Κουτσούκο, βρίζουμ’ το, όλο χιόνια κάνει
(Βαρεθήκαμε τον Φεβρουάριο, τον βρίζουμε, όλο χιόνια κάνει)
Δίλ.
-ΚΜΣ-ΚΠ171
Συνών.
μπεζντώ, μπουχτίζω :2