μπεϊρέκι
(ουσ. ουδ.)
μπεϊρέκ'
[beiˈrek]
Δίλ.
μπöρέτσ̑’
[bøˈretʃ]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. bο̈brek = νεφρό, όπου και παλαιότ. τύπ. bο̈ğrek και διαλεκτ. τύπ. böyrek (Eren 1999, λ. böbrek).
Νεφρό
Συνών.
νεφρἰ