μπεϊουρτζέ
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
μπεϊουρτζέ
[beiurˈdze]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. börülce = μαυρομάτικα φασόλια, όπου και διαλεκτ. τύπ. böğürce (THADS, λ. böğürce).
Μαυρομάτικα φασόλια