άντο
(σύνδ.)
άνdo
[ʹando]
Τελμ.
άνdον
[ʹandon]
Φερτάκ.
'ντα
[nda]
Τελμ.
Πιθ. από συνεκφορά του μορ. να, όπου και τύπ. ναν, με το κλιτικό το (να-ν-το > νάνdo > άνdο), η οπ. στην συνέχεια γραμματικοποιήθηκε ως χρονικός σύνδεσμος (πβ. αφώσκαι, γιάντα, πίρμη, προτού).
1. Χρονικός σύνδεσμος, όταν, ενώ
Τελμ.
:
Και άνdο να φάν’, dεν έφαγαν· και αδελφό τουν γκαι λέχ’ «Αματσ̑ί dέν τρώτε;»
(Και όταν ήταν να φάνε, δεν έφαγαν· και ο αδελφός τους είπε «Γιατί δεν τρώτε;»)
Τελμ.
-Dawk.
Πήρεν ένα κ͑αϊγιά και, άνdο δέκεν σο σπίτσ̑’ χερσλάν, του σπιτσ̑ιού το ήμ’σο κι̂ρι̂́λ’σεν
(Πήρε μια πέτρα και, όταν την έρριξε με όλη του την δύναμη στο σπίτι, το μισό σπίτι γκρεμίστηκε)
Τελμ.
-Dawk.
Σα σι̂ράδια πατισ̑άχος νταγι̂́τσ̑ιζεν αλόγατα· άνdο να σεραντώσ’ το ’νgόνι τ’ θα τα φέρουν και να βγουν σο ντιζγκίν
(Ο βασιλιάς κατένεμε τα άλογά του· όταν θα σαραντίσει ο εγγονός του, θα τα φέρουν και θα τα βάλουν να τρέξουν με το χαλινάρι)
Τελμ.
-Dawk.
Του πατισ̑αχού το παιδί, άνdο πέρνανεν, γιούκ'σεν το κοριτσ̑ιού το γκελετζ̑ί
(Ο γιος του βασιλιά, καθώς πέρναγε, άκουσε τα λόγια του κοριτσιού)
2. Χρονικοϋποθετικός σύνδ., εφόσον, εάν
Φερτάκ.
:
Αντον με καντίεις, τότε να τ͑ο π͑άρεις ντ’ έναι
(Αν μου έχεις εμπιστοσύνη, τότε δεν γίνεται να τον πάρεις, ενν. ως σύζυγο)
Φερτάκ.
-Thumb
’dα το μάθει, δε σ’ αφήνει
(Aν το καταλάβει, δεν σ' αφήνει)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.