αξενίτσα
(ουσ. θηλ.)
αξενίτσα
[akseˈnitsa]
Τελμ.
Aπό το ουσ. ξένος, όπου και τύπ. αξένος, και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσα.
Ξενιτειά
:
|| Ασμ.
Αξενίτσα και γαριπιά, τα δυό σο ζύγι μένουν,
αξενίτσα και γαριπιά έχειν βαρύν αστένειος ((Ξενιτειά και ερημιά, τα δύο είναι εξίσου βαριά στην ζυγαριά,
ξενιτειά και ερημιά, έχουν βαριά αρρώστια)) Τελμ. -Lag. Συνών. αξενίτσα, γαριπλίκι :1, γιαμπάνι :3, γιαμπαντζιλίκι :2, κουρμπέτι, κουρμπετλίκι
αξενίτσα και γαριπιά έχειν βαρύν αστένειος ((Ξενιτειά και ερημιά, τα δύο είναι εξίσου βαριά στην ζυγαριά,
ξενιτειά και ερημιά, έχουν βαριά αρρώστια)) Τελμ. -Lag. Συνών. αξενίτσα, γαριπλίκι :1, γιαμπάνι :3, γιαμπαντζιλίκι :2, κουρμπέτι, κουρμπετλίκι