ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

απάνω (επίρρ.) επάνω [eˈpano] Ανακ., Αξ., Σινασσ. απάνω [aˈpano] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ. απάν' [aˈpan] Ανακ., Μισθ., Μπέηκ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλ., Τσαρικ. απάνου [aˈpanu] Μαλακ., Μισθ., Σίλ. πάνω [ˈpano] Ανακ., Τελμ. πάνου [ˈpanu] Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. Από το μεσν. επίρρ. ἀπάνω, το οπ. από το αρχ. επίρρ. ἐπάνω (ἐπί + ἄνω) με υποχωρ. αφομ. Ο τύπ. απάνου ήδη μεσν.
1. Mε τοπ. σημ., απολύτως, κίνηση ή στάση επάνω ό.π.τ. : Είχι δου σάκκο τ', είχι τσ' απάν' κάπα τ' (Είχε τον σάκο του, είχε και πάνω την κάπα του) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Τρέχνει απάν' κάτ', ντέν ντο γηύρε (Τρέχει πάνω κάτω, δεν το βρήκε) Ουλαγ. -Κεσ. Αν μπινdίεις το άσπρο το κ͑ότσ̑', να βγεις επάν' ντετσ̑έ (Αν καβαλήσεις το άσπρο κριάρι, θα βγεις προς τα επάνω) Ουλαγ. -Dawk. Ντετσ̑ά απάν' ’τουν πας (Επάνω όταν θα πας) Μισθ. -Κοτσαν. Εκείνου που τσ̑είδι απάν' έφαϊ ντα (Εκείνος που είναι απάνω [ενν. στην Γερμανία] τα έφαγε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. ’τουν έρτ' ώρα να με τραβείτ' απάν' απάν', να τραβήσω τσόι τρία σεβέρια και ν' αγλαΐτ' για να με βγάλετ' όξω (Όταν έρθει η ώρα να με τραβήξετε πάνω πάνω, θα τραβήξω το σχοινί τρεις φορές και θα καταλάβετε για να με βγάλετε έξω) Μισθ. -ΑΠΥ-ΑΠΘ || Φρ. ’ς άλλα πάνω (Σε άλλα πάνω˙ απανωτά, ο ένας πάνω στον άλλο) Αξ. -Μαυροχ. Απάνω-κάτω (Πάνω-κάτω˙ περίπου) Μαλακ., Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Τσείδι απάν' κάτ' (Είναι άνω κάτω˙ είναι ανοργάνωτος, ασυμμάζευτος) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
2. Mε τοπ. σημ., συνοδευόμενο από συμπλήρωμα προθετ. φρ. που προηγείται, κίνηση ή στάση επάνω σε ό.π.τ. : Πήγεν και ανέβην σο μεϊβάν απάνω (Πήγε και ανέβηκε πάνω στο δέντρο) Τελμ. -Dawk. Ντα στρώις τσ̑είνdι σου κριβάτ' απάν' (Τα στρωσίδια είναι πάνω στο κρεβάτι) Μισθ. -Φατ. Ένα σύννεφο έκατσε σο αυλή απάνω (Ένα σύννεφο έκατσε πάνω από την αυλή) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ρίφτιξις τα 'ς αμάξ̑' απάν' (Τα ἐρριχνες πάνω στο αμάξι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Κάτσε ντο σεdίρ' απάνω (Κάτσε πάνω στον καναπέ) Ουλαγ. -Κεσ. Έσεκέν ντο το γιαρά τ' απάν' και γιαλάτσαν ντο (Το έβαλε πάνω στην πληγή του και το έγλειψε) Ουλαγ. -Dawk. Ένα πουλί γονdά ιστάρι απάνου (Ένα πουλί κουρνιάζει πάνω στον αργαλειό) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ3 Συνών. απανινού
β. Σπανιότ., με προθετ. φρ. που έπεται Μισθ. : Ανέβα απάν' σου τραπέζ̑' (Ανέβα απάνω στο τραπέζι ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ογώ τσόδουμι απάν' σου μπαλκόν', μπαΐλτσα σου γέλαμα (Εγώ ήμουν απάνω στο μπαλκόνι, έσκασα στα γέλια ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
γ. Με συμπλήρωμα εγκλιτικό τύπ. αντων. σε γεν., που έπεται, επάνω του/τους: ό.π.τ. : Ντο ινdζίρ έισ̑κε πολλά ινdζίρια απάνω τ’ (Η συκιά είχε πολλά σύκα επάνω της ) Ουλαγ. -Κεσ. Σ̑ούλουναν ντα κιλίμια, χέκιξαν τα απάνου τ'νι για να κρατήσ'νι δροσερά (Έβρεχαν τα κιλίμια, τα έβαζαν απάνω τους για να κρατήσουν δροσερά ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Έσυραν χώμα απάνου τ' (Έρριξαν χώμα απάνω του ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
3. Μτφ., με γεν., καταπάνω σε κάποιον, προς κάποιον (θετικά) ή εναντίον κάποιου (αρνητικά) Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Φάρασ. : Ένα φοράς ένα βασ̑ιλέγας ποίκεν σε το απάνω πόλεμος (Μια φορά, ένας βασιλιάς έκανε εναντίον του πόλεμο) Σίλατ. -Dawk. Έχω απάνω τ' ένα μέγα αχπαρμό (Του έχω μεγάλη αγάπη) Σινασσ. -Αρχέλ. 'σείς αμόν κλέφτη πάνου έρτσ̑εστε μοτό ραβδιά τσ̑αι μαχαίρε (Εσείς έρχεστε όπως ενάντια σε έναν παράνομο, με ραβδιά και μαχαίρια) Φάρασ. -Lag. Πέττασεν αωπός σο λαχτόρι πάνου τζαι πιέσεν τα στο γουργούρι ντα πνίξει τεϊ (Πήδηξε η αλεπού καταπάνω στον κόκορα και τον έπιασε από τον λαιμό για να τον πνίξει) Φάρασ. -Παπαδ. Έτριξιν ντου σκυλί απάνου τ' (Έτρεξε το σκυλί καταπάνω του) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ήρταν απάνου τ'νι εκείνα δα οφτά, σκώτουσαν ντα (Ήρθαν καταπάνω τους εκείνων των εφτά, τους σκότωσαν) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. αγνέντα
4. Με χρον. σημασία Ανακ., Αξ., Μισθ., Σεμέντρ., Σίλ., Σινασσ. : Εγιώ 'ς το λόγος επάνω (Καθώς λέγονταν αυτά τα λόγια) Αξ. -Dawk. Ιού 'ς του γκελετζί απάν' (Εδώ πάνω στην κουβέντα) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ280 Σα σταφύλια απάνω (Την εποχή του τρύγου) Ανακ. -Κωστ.Α. Ντέκα μέρες απάνω τ' άλλο ζάισκαν ντο (Δέκα μέρες συνεχώς το έκαναν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Μερέσι απάνου ποίκασι γαβγά (Απάνω στην μοιρασιά μάλωσαν) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Σου μήνα απάν', ξέρω τι, γαλατάς, πλέρουνίν μας (Στο μήνα απάνω, ξέρω 'γώ, ο γαλατάς μας πλήρωνε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Απάνω τ' άλλο (Απάνω στο άλλο˙ συνεχώς) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Ασμ. Άγιε Γιώργη μ' γλύτω με, κι εγ' ας σε ζουγραφίσω.
Επάνω εις τον λόγο της φάνηκε ο Άγι-Γιώργης
((Άγιε Γιώργη μου σώσε με, κι εγώ θα σου κάνω εικόνισμα.
Πάνω στα λόγια της φάνηκε ο Άη-Γιώργης))
Σινασσ. -Αρχέλ.
Συνών. αφότε, ον, όποτε, όπου, τσάπου
5. Ως επίθ., ενάρθρως, ο άνω, ο επάνω ό.π.τ. : Αν γκαλέψ̑εις σο άσπρο σο πρόγατο, ν’ ανεβείς ’ς απάνω σον γκόσμο· αν γκαλέψ̑εις σο μαύρο, να κατεβείς σο κάτω σον γκόσμο (Αν καβαλήσεις το άσπρο το πρόβατο, θ' ανεβείς στον απάνω κόσμο· αν καβαλήσεις το μαύρο, θα κατέβεις στον κάτω κόσμο) Σίλατ. -Dawk. Ούτσ̑α ντοΐστιζαν τ' απάν' ντου μαχαλά μη δου κάτ' ντου μαχαλά (Έτσι μάλωναν ο απάνω μαχαλάς με τον κάτω τον μαχαλά) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Εκείνου τ' απάν' ξέβαλι ντου (Εκείνο το απάνω το έβγαλε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Απάνου σ̑είλι μ’ πονεί (Το απάνω χείλι μου πονάει) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. απανινού
β. Ο επόμενος, ο παραπάνω Μισθ. : Αν ντε μπόριξαν εκείνου Τσ̑ερετσ̑ή, λέιξαν «Ας γενεί τ' απάν' Τσ̑ερετσ̑ή» (Αν δεν μπορούσαν εκείνη την Κυριακή, έλεγαν «Ας γίνει την επόμενη Κυριακή» ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
6. Ως ουσ. ενάρθρως κατά πληθ., τα γυναικεία έμμηνα Ανακ. : Ήρταν τ’ απάνω τ’ (Της ήρθε περίοδος, δηλ. είναι απάνω στον καιρό της) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. ρούχο :5