ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

απαπέρα (επίρρ.) απαπέρα [apaˈpera] Ουλαγ. Από το μεσν. επίρρ. ἀποπέρα, το οπ. από την συνεκφ. της αρχ. πρόθ. ἀπὸ και του αρχ. επιρρ. πέραν. Η τροπή απο- > απα- αναλογ. κατά τα απαπάνω, απαπέσω κ.τ.ο. Πβ. και αποπού > απαπού.
Από πέρα, από μακριά : Απαπέρα να τρανήσουμ' (Να κοιτάξουμε από μακριά) Ουλαγ. -Dawk.
Τροποποιήθηκε: 16/06/2024