απαπέρα
(επίρρ.)
απαπέρα
[apaˈpera]
Ουλαγ.
Από το μεσν. επίρρ. ἀποπέρα, το οπ. από την συνεκφ. της αρχ. πρόθ. ἀπὸ και του αρχ. επιρρ. πέραν. Η τροπή απο- > απα- αναλογ. κατά τα απαπάνω, απαπέσω κ.τ.ο. Πβ. και αποπού > απαπού.
Από πέρα, από μακριά
:
Απαπέρα να τρανήσουμ'
(Να κοιτάξουμε από μακριά)
Ουλαγ.
-Dawk.