απαπόξω
(επίρρ.)
απαπόξω
[apaˈpokso]
Αξ., Αραβαν.
'ποπόξω
[poˈpokso]
Φάρασ.
'ποπόξου
[poˈpoksu]
Αφσάρ., Φάρασ.
Από συνεκφ. της πρόθ. από και του τοπ. επιρρ. απέξω, όπου και τύπ. απόξω.
Απ' έξω, έξωθεν
ό.π.τ.
:
Απαπόξω σο χωριό 'ναι
(Είναι απἐξω απ' το χωριό, δηλ. ξένος)
Αραβαν.
-ΙΛΝΕ
’τον ήρτεν απαπόξω, ντρανά και ’ζ ναίκα τ’ τα γόνατα κοιμούνdαι ντυό ασκέρ'
(Όταν ήρθε από έξω, βλέπει ότι στα γόνατα της γυναίκας του κοιμούνται δυο στρατιώτες)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ήρτεν ο νταdά τ'ς 'ποπόξου
(Ήρθε ο μπαμπάς της απέξω)
Φάρασ.
-Dawk.
Τον Πάσκαν 'νήμερο τε το βραδύ πααίνκαν που ερχούσανdε ποπόξω 'σ' τα χωρία οι Τούρτσ̑οι
(Ανήμερα το Πάσχα, το βράδυ πήγαιναν οι Τούρκοι που έρχονταν από τα χωριά έξω από τα Φάρασα, ενν. και κοιμούνταν εκεί)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ήρτεν α Άγιος 'ποπόξω τσ̑αι 'ύρεψε αν μπουτσ̑' ψωμί
(Ήρθε ένας Άγιος απέξω και γύρεψε μιά μπουκιά ψωμί)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Η γρα̈́ σταυρώνκε ποπόξου τρία φορέδες το στόμα, φυσάνκεν τα τσ̑αι τρία φορέδες
(Η γριά σταύρωνε τρεις φορές το στόμα απέξω, και το φύσαγε τρεις φορές)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
'ποπόξου στο χορό χορεύω τσ̑αι εγώ
(Απ' έξω απ' τον χορό χορεύω και εγώ˙ όποιος είν' έξω απ' τον χορό πολλά τραγούδια ξέρει, δηλ. οι άσχετοι εύκολα ασκούν κριτική)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
απέξω, παρέξω