ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

απέξω (επίρρ.) απέξω [aˈpekso] Ανακ., Αραβ., Τελμ. απόξω [aˈpokso] Ανακ., Αξ., Γούρδ., Καρατζάβ., Σίλατ., Σινασσ. απόξου [aˈpoksu] Μισθ., Σίλατ., Φερτάκ. 'πόξου [ˈpoksu] Φάρασ. Από το μεσν. επίρρ. ἀπέξω από την συνεκφορά της πρόθ. από και του τοπ. επιρρ. έξω, όπου και τύπ. όξω. Ο τύπ. απόξω επίσης μεσν.
1. Από το έξω μέρος ό.π.τ. : Έτρωγε μιά χουλαριά πιλάφι και μιά ἐρριφτε απόξω ασ' το γουργούρι της (Έτρωγε μιά κουταλιά πιλάφι και άλλη μιά την ἐρριχνε έξω από τον λαιμό της) Σινασσ. -Αρχέλ. 'ς νεκκλησ̑ά απόξου (Έξω από την εκκλησία) Μισθ. -Κοτσαν. Αυτό ερότον απέξω, εγώ τρεμότον (Αυτός ερχόταν απέξω, εγώ έτρεμα) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ164 Συνών. απαπόξω, παρέξω
2. Aπό άλλον τόπο, από το εξωτερικό Φάρασ. : Π' 'άν’dα μουώσω, 'γώ είμαι 'πόξου! (Πώς να το κρύψω, εγώ είμαι από άλλον τόπο!) Φάρασ. -Dawk.Boy Συνών. αγαπητικός :1, γιαμπαντζής, γιαντιργούς, γαρίπης, ξένος, χώρας