απέξω
(επίρρ.)
απέξω
[aˈpekso]
Ανακ., Αραβ., Τελμ.
απόξω
[aˈpokso]
Ανακ., Αξ., Γούρδ., Καρατζάβ., Σίλατ., Σινασσ.
απόξου
[aˈpoksu]
Μισθ., Σίλατ., Φερτάκ.
'πόξου
[ˈpoksu]
Φάρασ.
Από το μεσν. επίρρ. ἀπέξω από την συνεκφορά της πρόθ. από και του τοπ. επιρρ. έξω, όπου και τύπ. όξω. Ο τύπ. απόξω επίσης μεσν.
1. Από το έξω μέρος
ό.π.τ.
:
Έτρωγε μιά χουλαριά πιλάφι και μιά ἐρριφτε απόξω ασ' το γουργούρι της
(Έτρωγε μιά κουταλιά πιλάφι και άλλη μιά την ἐρριχνε έξω από τον λαιμό της)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
'ς νεκκλησ̑ά απόξου
(Έξω από την εκκλησία)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Αυτό ερότον απέξω, εγώ τρεμότον
(Αυτός ερχόταν απέξω, εγώ έτρεμα)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ164
Συνών.
απαπόξω, παρέξω
2. Aπό άλλον τόπο, από το εξωτερικό
Φάρασ.
:
Π' 'άν’dα μουώσω, 'γώ είμαι 'πόξου!
(Πώς να το κρύψω, εγώ είμαι από άλλον τόπο!)
Φάρασ.
-Dawk.Boy
Συνών.
αγαπητικός :1, γιαμπαντζής, γιαντιργούς, γαρίπης, ξένος, χώρας