απεκείορτα
(επίρρ.)
απεκείορτα
[apeciorˈta]
Ανακ., Τροχ.
απιτσ̑ούρτα
[apiˈtʃurta]
Μισθ.
επιτσ̑ούρτα
[epiˈtʃurta]
Μισθ.
'πειάρτα
[ˈpʝarta]
Αξ.
Από το επίρρ. απεκεί, όπου και τύπ. απιτσ̑ού και επιτσ̑ού, και το επίρρ. ορθά, όπου και τύπ. ορτά. Η λ. και Απούλ.
Από εκεί, από εκείνη την πλευρά
ό.π.τ.
:
Απουγούρτα απιτσ̑ούρτα
(Από ’δώ κι από 'κεί)
Μισθ.
-Μακρ.
Να'α σηκώσ' απ'γούρτα, να'α ρανήσ' απίτσ̑ούρτα
(Θα τα σηκώσει αποδώ, θα τα κοιτάξει αποκεί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Άμα μι 'ου πατριαρχείο επιτσ̑ούρτα φέρουμ' βόλτα ντου χρον' να πάμ'
(Άμα τα καταφέρουμε με το Πατριαρχείο αποκεί, του χρόνου θα πάμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Το αραbά το έσερναν δύο βάλια ’ντάμα: το ένα ’πειάρτα, το ένα ’πιόρτα
(Τον αραμπά τον έσερναν δύο βουβάλια μαζί: το ένα αποκεί, το άλλο αποδώ)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
απεκειά :1, απεκείορτα, αποπεκεί