ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

απεκείορτα (επίρρ.) απεκείορτα [apeciorˈta] Ανακ., Τροχ. απιτσ̑ούρτα [apiˈtʃurta] Μισθ. επιτσ̑ούρτα [epiˈtʃurta] Μισθ. 'πειάρτα [ˈpʝarta] Αξ. Από το επίρρ. απεκεί, όπου και τύπ. απιτσ̑ού και επιτσ̑ού, και το επίρρ. ορθά, όπου και τύπ. ορτά. Η λ. και Απούλ.
Από εκεί, από εκείνη την πλευρά ό.π.τ. : Απουγούρτα απιτσ̑ούρτα (Από ’δώ κι από 'κεί) Μισθ. -Μακρ. Να'α σηκώσ' απ'γούρτα, να'α ρανήσ' απίτσ̑ούρτα (Θα τα σηκώσει αποδώ, θα τα κοιτάξει αποκεί) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Άμα μι 'ου πατριαρχείο επιτσ̑ούρτα φέρουμ' βόλτα ντου χρον' να πάμ' (Άμα τα καταφέρουμε με το Πατριαρχείο αποκεί, του χρόνου θα πάμε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Το αραbά το έσερναν δύο βάλια ’ντάμα: το ένα ’πειάρτα, το ένα ’πιόρτα (Τον αραμπά τον έσερναν δύο βουβάλια μαζί: το ένα αποκεί, το άλλο αποδώ) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. απεκειά :1, απεκείορτα, αποπεκεί