απερρίφτω
(ρ.)
απερρίφτω
[apeˈrifto]
Τελμ.
’περρίφτω
[peˈrifto]
Ανακ.
’περρέβω
[peˈrevo]
Ανακ., Αξ., Σινασσ., Φλογ.
’περρέβου
[peˈrevu]
Μισθ.
Αόρ.
’πέρριψα
[ˈperipsa]
Μαλακ., Μισθ.
’πέρρεψα
[ˈperepsa]
Μισθ., Σινασσ., Φλογ.
Από το ρ. ἀπορρίπτω, μέσω του αορ. ἀπέρριψα. Βλ. και ΙΛΝΕ, λ. ἀπορρίχνω.
2. Κυρίως για ζώα, αποβάλλω ή γεννώ πρόωρα
ό.π.τ.
:
Toυ πρόβατου μ' 'πέρριψιν
(Το πρόβατό μου απέβαλε)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Συνών.
διαβάζω, μπιρακτώ
3. Για κότες, γεννώ αυγά χωρίς σκληρό κέλυφος
Αξ.