ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

απερρίφτω (ρ.) απερρίφτω [apeˈrifto] Τελμ. ’περρίφτω [peˈrifto] Ανακ. ’περρέβω [peˈrevo] Ανακ., Αξ., Σινασσ., Φλογ. ’περρέβου [peˈrevu] Μισθ. Αόρ. ’πέρριψα [ˈperipsa] Μαλακ., Μισθ. ’πέρρεψα [ˈperepsa] Μισθ., Σινασσ., Φλογ. Από το ρ. ἀπορρίπτω, μέσω του αορ. ἀπέρριψα. Βλ. και ΙΛΝΕ, λ. ἀπορρίχνω.
1. Ρίχνω Τελμ. : || Ασμ. Με τους πόνους εζύμωσα με τα δάκρυα τσουπώνω,
με τα βαρειά στενάγματα στο φούρνο τ’ απερρίφτω
((Με πόνο τα ζύμωσα (ενν. τα ψωμιά), με δάκρυα τα σφραγίζω,
με βαριούς αναστεναγμούς στον φούρνο τα ρίχνω))
Τελμ. -Αινατζ.
Συνών. απερρίφτω :1, βινεύω, δίνω, κονώνω, πετώ, σέρνω
2. Κυρίως για ζώα, αποβάλλω ή γεννώ πρόωρα ό.π.τ. : Toυ πρόβατου μ' 'πέρριψιν (Το πρόβατό μου απέβαλε) Μαλακ. -Τζιούτζ. Συνών. διαβάζω, μπιρακτώ
3. Για κότες, γεννώ αυγά χωρίς σκληρό κέλυφος Αξ.