απλήρωτος
(επίθ.)
απλέρωτο
[aˈpleroto]
Αξ., Ποτάμ., Φλογ.
απλέρουτου
[aˈplerutu]
Μαλακ., Μισθ.
Από το μεταγν. επίθ. ἀπλήρωτος. Ο τύπ. απλέρωτος ήδη μεσν.
2. Ατελείωτος, πολύ μεγάλος σε ποσότητα-μέγεθος
ό.π.τ.
:
Χεγός ας σε ντώκ' απλέρωτα
(Ας σου δίνει ο Θεός ατελείωτα (ενν. αγαθά))
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Θεός να σε δώκ' απλέρωτο γιομούρ'
(Ο Θεός να σου δώσει μακρά ζωή)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
άσωστος