ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

απλήρωτος (επίθ.) απλέρωτο [aˈpleroto] Αξ., Ποτάμ., Φλογ. απλέρουτου [aˈplerutu] Μαλακ., Μισθ. Από το μεταγν. επίθ. ἀπλήρωτος. Ο τύπ. απλέρωτος ήδη μεσν.
1. Ατέλειωτος, όχι τελειωμένος ό.π.τ. Συνών. άσωστος
2. Ατελείωτος, πολύ μεγάλος σε ποσότητα-μέγεθος ό.π.τ. : Χεγός ας σε ντώκ' απλέρωτα (Ας σου δίνει ο Θεός ατελείωτα (ενν. αγαθά)) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Θεός να σε δώκ' απλέρωτο γιομούρ' (Ο Θεός να σου δώσει μακρά ζωή) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. άσωστος