απλωταριά
(ουσ. θηλ.)
απλωταριά
[aplotaˈrʝa]
Σινασσ.
Από το μεσν. επίθ. ἁπλωτὸς και το παραγωγ. επίθμ. -αριά.
Μέρος όπου απλώνουν τα σταφύλια για αποξήρανση
Πβ.
απλώτρα