ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αποδιαβαίνω (ρ.) 'πιδεβαίνω [piðeˈveno] Φάρασ. πιδεβαίνου [piðeʹvenu] Φάρασ. Αόρ. 'πιδέβα [piˈðeva] Φάρασ. Από το αρχ. ρ. ἀποδιαβαίνω.
1. Πέφτω : Κρατώ τα μη πιδεβεί να μες τσ̑οκαρτίσει (Τον κρατώ να μην πέσει να μας πλακώσει) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Παροιμ. Τα πιτένε, 'φότεζ έν' μπιτένε, κρούσ' τα, κόφτεις τα τσ̑αι 'πιδεβαίνουνε (Τα πεύκα, που είναι πεύκα, τα χτυπάς, τα κόβεις και πέφτουνε˙ για βιαστικούς που απαιτούν να γίνεται η δουλειά τους μονομιάς) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γκρεμίζω :2, δίνω, κοιμούμαι :4, ξειλώ :1, πέφτω :1
2. Πεθαίνω : Ψέματα 'πιδέβη ναίκα (Στα ψέματα έπεσε κάτω νεκρή η γυναίκα) Φάρασ. -Dawk. Συνών. καμμώνω :2, πεθαίνω :1, πληρώνω :5, ψοφώ :1