αποδιαβαίνω
(ρ.)
'πιδεβαίνω
[piðeˈveno]
Φάρασ.
πιδεβαίνου
[piðeʹvenu]
Φάρασ.
Αόρ.
'πιδέβα
[piˈðeva]
Φάρασ.
Από το αρχ. ρ. ἀποδιαβαίνω.
1. Πέφτω
:
Κρατώ τα μη πιδεβεί να μες τσ̑οκαρτίσει
(Τον κρατώ να μην πέσει να μας πλακώσει)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Παροιμ.
Τα πιτένε, 'φότεζ έν' μπιτένε, κρούσ' τα, κόφτεις τα τσ̑αι 'πιδεβαίνουνε
(Τα πεύκα, που είναι πεύκα, τα χτυπάς, τα κόβεις και πέφτουνε˙ για βιαστικούς που απαιτούν να γίνεται η δουλειά τους μονομιάς)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γκρεμίζω :2, δίνω, κοιμούμαι :4, ξειλώ :1, πέφτω :1
2. Πεθαίνω
:
Ψέματα 'πιδέβη ναίκα
(Στα ψέματα έπεσε κάτω νεκρή η γυναίκα)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
καμμώνω :2, πεθαίνω :1, πληρώνω :5, ψοφώ :1