απλόχωρος
(επίθ.)
απλόχωρος
[aˈploxoros]
Σινασσ.
Νεότ. επίθ. ἁπλόχωρος, το οπ. από το επίθ. ἁπλός και το ουσ. χῶρος.
Τροποποιήθηκε: 11/08/2025