ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

απέσω (επίρρ.) απέσω [aˈpeso] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ. απέσου [aˈpesu] Μαλακ., Ποτάμ., Σίλ., Τροχ. απέσ' [aˈpes] Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλ., Τροχ., Τσαρικ. άπεσ' [ˈapes] Μισθ. αbέσ' [aˈbes] Καρατζάβ. αbέζ' [aˈbez] Σεμέντρ. 'πέσω [ˈpeso] Ποτάμ. 'πέσου [ˈpesu] Αφσάρ., Κίσκ., Σίλ., Φάρασ., Φκόσ. 'πέσ' [pes] Καρατζάβ. μπέσω [ˈbeso] Σίλατ. 'μπέσου [ˈbesu] Φάρασ. Από το μεσν. επίρρ. ἀπέσω, το οπ. από την πρόθ. από και το τοπ. επίρρ. έσω.
1. Τοπ. επίρρ., μέσα, εντός, για κίνηση ή στάση σε τόπο, απολύτως. Μισθ., ό.π.τ. : Σέμα απέσ'! (Μπες μέσα) Μισθ. -Φατ. Καίνουργια σέβαμ' απέσω (Μόλις μπήκαμε μέσα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Έμη απέσ' γκαι ντράν'σε (Μπήκε μέσα και είδε) Ουλαγ. -Φωστ.-Κεσ. Άμα ρίφτεις τσ̑ι λίου σ̑ακιάρ' απέσ', ούλα νίουντι γλϋτσ̑ύ (Άμα ρίχνεις και λίγη ζάχαρη μέσα, όλα γίνονται γλυκά) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Πηάγανε 'ς α σπιτόκ-κο, ήdουνε αdζ̑εί 'μπέσου α μερκάλτσα (Πήγανε σ' ένα σπίτι. Ήταν εκεί μέσα μιά δράκαινα) Φάρασ. -Dawk. Κρυφάς μπαιινόσκασι απέσω (Έμπαιναν μέσα κρυφά) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Τα ιντσ̑άνοι όξου απ' το πλεφρό αφήνισκαν κι άλλου ράμμα για να καταβεί πιο άπεσ' (Οι λανθρωποι έξω από το πηγάδι άφηναν κι άλλο σχοινί για να (μπορέσει να) κατεβεί πιο μέσα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΑΠΘ Συνών. ανάμεσα :3, απεσινός :2, μέσα
2. Τοπ. επίρρ., μέσα, εντός, για κίνηση ή στάση σε τόπο, με συμπλήρωμα προθετική φρ. εισαγόμενη με το εις, η οποία προηγείται ό.π.τ. : Σο σπίτιν 'μπέσου (Μέσα στο σπίτι) Φάρασ. -Ανδρ. Μουγώθαν σον μαγαρά 'πέσου (Κρύφτηκαν μέσα στην σπηλιά) Φάρασ. -Bağr. Πέφτουμ τ' ρούχου απέσου (Πέφτουμε μέσα στο στρώμα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σο σεράι απέσω σωρόφταν ούλ-λα πατισ̑αχιού τα μεγάλα (Μέσα στο παλάτι μαζεύτηκαν όλοι οι σπουδαίοι του βασιλιά) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Σο κ͑ουτί απέσω ηύρε ένα οφίρ' (Μέσα στο κουτί βρήκε ένα φίδι) Γούρδ. -Dawk. Ξέβασέν ντα οπ' νιαρόν απέσου (Το έβγαλε μέσα από το νερό) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τίνους φσ̑άχ' ’τουν ατό που χάην σου παμπόρ' απέσ'; (Ποιανού παιδί ήταν αυτό που πέθανε στο βαπόρι μέσα;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Έπισαν απέσ' σου λερό (Έπεσαν μέσα στο νερό) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Παροιμ. 'ς το σπίσ̑' απέσω το κάτα και το ναίκα να βρερεί (Η γάτα και η γυναίκα (πρέπει) να βρίσκονται μέσα στο σπίτι˙ οι γυναίκες δεν είναι σωστό να κυκλοφορούν έξω από το σπίτι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Του τρως 'ς το τάσιν 'μπέσου, σ̑ένεις τσ̑όας (Στο πιάτο που τρως μέσα, χέζεις κιόλας˙ για αχάριστους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
β. Με προσωπ. αντων. σε γεν., η οποία έπεται ό.π.τ. : Και τσ̑ι ντεν είχε απέσω τ'! (Και τι δεν είχε μέσα του! ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Tίπους τζ̑ο κρατείνκιν 'μπέσου του (Tίποτα δεν κρατούσε μέσα της ) Φάρασ. -Παπαδ.
3. Ως επιθετ. προσδιορ., εσωτερικός Ανακ., Τροχ. : Το απέσω σπίτ' (Το εσωτερικό, το μέσα δωμάτιο) Ανακ. -Κωστ.Α. Στέκα, στέκα να πάω ’ς απέσ’ σπίτ’ να σε φέρω λίγα κούτσ̑α (Στάσου, στάσου, να πάω στο μέσα δωμάτιο, στην αποθήκη, να σου φέρω λίγο πασατέμπο) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. || Παροιμ. Τα πέσου το κόμμα σαμ' έν' 'εμωσμένο, έχω πουά τόστοι (Όταν το μέσα κελλάρι είναι γεμάτο, έχω πολλούς φίλους˙ η φιλία έχει ωφελιμιστικά κίνητρα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. απεσινός :1
β. Και απολύτως, ως ουσ. Σίλ., Φάρασ. : || Παροιμ. Έρτσ̑εται τα όξου τσ̑αι κατακουά τἀ 'πέσου (Έρχεται το έξω και κυνηγάει το μέσα ˙ ήρθανε τα άγρια να διώξουνε τα ήμερα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
4. Χρον. επίρρ., με προθετ. φρ. που προηγείται, μέσα σε ό.π.τ. : Σα έξι μήνις 'πέσου ποίκα τα (Σε έξι μήνες μέσα τα έκανα) Φάρασ. -Αναστασ. Συνών. ανάμεσα :1