απεστασιά
(ουσ. θηλ.)
'πεστασ̑ά
[pestaˈsça]
Σινασσ.
Από το μεσν. ρ. ἀποσταίνω = κουράζομαι και το παραγωγ. επίθμ. -ία, με απε- λόγω αναλογ. παρείσφρησης της αύξησης στο θ. του ενεστ. Δεν υφίσταται ιστορική συνέχεια με το αρχ. ουσ. ἀποστασία = α) εξέγερση β) απόσταση. Βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἀποστασία.
Κούραση
:
Τ' άλογο τ' ασ' την 'πεστασ̑ά τ' ψόφησεν
(Το άλογό του από την κούραση ψόφησε)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
γιοργουνή, γιορούλντημα, κάματος, κουρασιά, λίγωμα