αποζεύγω
(ρ.)
'ποβζέκνου
[povˈzeknu]
Φάρασ.
Αόρ.
'πόβζιξα
[ˈpovziksa]
Φάρασ.
Μεσν. ρ. ἀποζεύγω, το οπ. από το αρχ. ρ. ἀποζεύγνυμι.
Ξεζεύγω ζώα (άλογα, βόδια) από τον ζυγό