ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαντιργούς (επίθ.) γιατιργούς [ʝatirˈɣus] Φάρασ. γιαdουργού [ʝadurˈɣu] Μαλακ., Μισθ. γιατουργού [ʝaturˈɣu] Μισθ. γιατι̂ρqού [ʝatɯrˈqu] Φλογ. γιατουρκού [ʝaturˈku] Φλογ. Πληθ. γιαdουργούδια [ʝadurˈɣuðʝa] Μαλακ. Από το τουρκ. επίθ. yadırgı = ξένος, όπου και διαλεκτ. τύπ. yadırgu και yadurgu.
1. Ξένος, ο προερχόμενος από άλλη χώρα ή ο ανήκων σε άλλον Μισθ., Φάρασ., Φλογ. : Ντου γιαdουργού τσ̑όουν Τσ̑αρουκλουιώτης (Ο ξένος ήταν από το Τσαρικλί) Μισθ. -Μακρ. ’Σα ορνίθια μας μέσα είναι και ένα γιατουρκού ορνίθ’ (Ανάμεσα στις κότες μας είναι και μιά ξένη κότα) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Συνών. αγαπητικός :1, γαρίπης :1, γιαμπαντζής :1, ξένος, χώρας
2. Άγνωστος Μισθ., Φάρασ. : Τις 'νί ιτό; Γιατουργού 'νι (Ποιος είναι αυτός; Άγνωστος είναι) Μισθ. -Κοτσαν. Γιατι̂ρqού σ̑κυλί (Άγνωστο σκυλί) Φλογ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. αγαπητικός :2, γαρίπης :1, μπελλισίζης :3
3. Ασυνήθιστος Μαλακ.
4. Ακατάδεκτος Μισθ.