ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιανταρό (επίρρ.) γιανταρό [ʝadaˈro] Μαλακ., Μισθ. διαdαρό [ðʝadaˈro] Σινασσ. τσ̑ανταρό [tʃadaˈro] Τελμ. τσ̑ενταρά [tʃedaˈra] Τελμ. τσ̑ενταρό [tʃedaˈro] Τελμ. Από την αντων. αυτός, όπου και τύπ. ετιά, 'τιάς και 'τσ̑ά, και το ουσ. ταρός (βλ. Dawkins 1916: 649 και Καρολίδης 1885: 181). Ο τύπ. τσ̑εdαρά πιθ. με επίδρ. του εδαρέ. Πβ. γιαζινταρός
Επίρρ. που συνδεύει χρονικά επιρρήματα, αυτήν την ώρα, ακριβώς ό.π.τ. : Εχτές γιανταρό (Χτες την ίδια ώρα) Μαλακ. -Τζιούτζ. Πέρτσι γιανταρό (Πέρυσι τέτοιον καιρό) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ταχύ διανταρό (Αύριο τέτοια ώρα) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. τα, ταμάμ, χάκι