ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιανλισλίκι (ουσ. ουδ.) γιανλι̂σ̑λι̂́χ' [ʝanlɯˈʃlɯx] Αραβαν. γιαγνισ̑λίχ̇ι [ʝaɣniˈʃlixi] Αφσάρ. γιαγνισ̑λι-έχ̇ι [ʝaɣniʃliˈexi] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. yanlışlık = πλάνη, σφάλμα.
Λάθος, σφάλμα ό.π.τ. : Ντράνα για, και Χεόζ μπιλέ ζάσ̑' γιανλι̂σ̑λι̂́χ̇ια (Για κοίτα, και ο Θεός ακόμη κάνει λάθη) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. γαμπαάτσι, γιαγκλίσι :2, σούτσι