γιανλισλίκι
(ουσ. ουδ.)
γιανλι̂σ̑λι̂́χ'
[ʝanlɯˈʃlɯx]
Αραβαν.
γιαγνισ̑λίχ̇ι
[ʝaɣniˈʃlixi]
Αφσάρ.
γιαγνισ̑λι-έχ̇ι
[ʝaɣniʃliˈexi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. yanlışlık = πλάνη, σφάλμα.
Λάθος, σφάλμα
ό.π.τ.
:
Ντράνα για, και Χεόζ μπιλέ ζάσ̑' γιανλι̂σ̑λι̂́χ̇ια
(Για κοίτα, και ο Θεός ακόμη κάνει λάθη)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
γαμπαάτσι, γιαγκλίσι :2, σούτσι