γιανλισλίκι
(ουσ. ουδ.)
γιανλι̂σ̑λι̂́χ'
[ʝanlɯˈʃlɯx]
Αραβαν.
γιαγνισ̑λίχ̇ι
[ʝaɣniˈʃlixi]
Αφσάρ.
γιαγνισ̑λι-έχ̇ι
[ʝaɣniʃliˈexi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. yanlışlık = πλάνη, σφάλμα.
Τροποποιήθηκε: 26/02/2025